Κρέτσμερ, Ερνστ — (Ernst Kretschmer, Βίστενροτ 1888 – Τίμπινγκεν 1964). Γερμανός ψυχίατρος. Έγινε γνωστός κυρίως από τις έρευνές του, όπου προσπάθησε να συσχετίσει τη σωματική κατασκευή και τη φυσική κατάσταση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις… … Dictionary of Greek
Βίτινγκ, Γκεόργκ — (Georg Witting, Βερολίνο 1897 – 1987). Γερμανός χημικός. Διδάκτορας χημείας του πανεπιστημίου Μαρβούργου/Λαν, ονομάστηκε καθηγητής στο ινστιτούτο χημείας του Τίμπινγκεν το 1944, αφού προηγουμένως είχε αρνηθεί την αντίστοιχη θέση στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκέρλαχ, Βάλτερ — Walther Gerlach, Μπίμπριχ 1889 – 1979). Γερμανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν διορίστηκε καθηγητής στη Φρανκφούρτη (1921), στο Τίμπινγκεν (1924) και μετά στο Μόναχο (1929). Έγραψε πολλές μελέτες σχετικά με την οπτική … Dictionary of Greek
Μάγερ, Γιούλιους Λόταρ — (Julius Lothar Meyer, Φάρελ, Όλντενμπουργκ 1830 – Τίμπινγκεν 1895). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στη Ζυρίχη και στο Βίρτσμπουργκ, αλλά ασχολήθηκε με τη χημεία την οποία δίδαξε στη δασοκομική σχολή του Έμπερσβαλντ και… … Dictionary of Greek
Ράμσεϊ, σερ Γουίλιαμ — (sir William Ramsay, Γλασκόβη 1852 – Χάι Γουάικομπ, Μπάκιγχαμσαϊρ 1916). Άγγλος χημικός. Υπήρξε μαθητής του Ρούντολφ Φίτιγκ στο Τίμπινγκεν, όπου πήρε πτυχίο το 1872. Αφού δίδαξε δυο χρόνια στη γενέτειρα του, το 1874 έγινε βοηθός στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Βίλαντ, Κρίστοφ Μάρτιν — (Christoph Martin Wieland, Ομπρχολτσχάιμ, Μπίμπεραχ 1733 – Βαϊμάρη 1813).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Τίμπινγκεν και το 1751 έγραψε το διδακτικού περιεχομένου μικρό ποίημά του Η φύση των πραγμάτων (Die Natur der Digne).Στην Ελβετία,… … Dictionary of Greek
Βουντ, Βίλχελμ Μαξ — (Wilhelm Max Wundt, Νεκεράου, Μανχάιμ 1832 – Λειψία 1920). Γερμανός ψυχολόγος, φυσιολόγος και φιλόσοφος. Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, σπούδασε στο Τίμπινγκεν και στη Χαϊδελβέργη, όπου έλαβε δίπλωμα ιατρικής. Οι έρευνές του στράφηκαν πολύ γρήγορα … Dictionary of Greek
Γκάισλερ, Χάινριχ — (Heinrich Geissler, Ίγκελσιμπ, Θουριγκία 1815 – Βόνη 1879). Γερμανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως υπάλληλος υαλουργείου στο Τίμπινγκεν, εγκαταστάθηκε μετά στην Ολλανδία και το 1854 πήγε στη Βόνη, όπου ίδρυσε εργοστάσιο οργάνων φυσικής και χημείας που… … Dictionary of Greek
Δόσιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων του 19ου αι. 1. Αριστείδης (1844 – 1880;). Οικονομολόγος. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου τύπωσε τις οικονομολογικές μελέτες Τα όρια της πολιτικής οικονομίας (1867) και Κρίσεις και σκέψεις… … Dictionary of Greek